καταδολίευση

καταδολίευση
η
1. χρησιμοποίηση δόλου, εξαπάτηση
2. φρ. «καταδολίευση νόμου»
(νομ.) παράβαση νόμου με δολιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ., στον λόγιο τ. καταδολίευσις, μαρτυρείται από το 1879 στον Κωνστ. Ν. Κωστή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταδολίευση — η αντιμετώπιση μιας κατάστασης με δόλια μέσα, εξαπάτηση: H καταδολίευση των εξετάσεων τιμωρείται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταδολίευση δανειστών — Όρος του αστικού δικαίου που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό πράξης του οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί να ματαιώσει την ικανοποίηση των δανειστών του· ειδικότερα ως κ.δ. αναφέρεται η απαλλοτρίωση, δηλαδή η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • εξαπάτηση — η (Α ἐξαπάτησις) η πράξη και το αποτέλεσμα τού εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • καλπονοθεία — η 1. η νόθευση τού αποτελέσματος τών εκλογών με δόλια παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. γεν. απάτη με επιτήδεια νόθευση τής αλήθειας, δολίευση, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεία] …   Dictionary of Greek

  • καταδολιευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • καταστρατήγηση — η 1. επικράτηση με στρατηγικό τέχνασμα 2. μτφ. παραβίαση νόμου ή συμφωνίας ή συνθήκης κ.λπ. με δόλο ή με τέχνασμα, καταδολίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστρατηγῶ. Η λ., στον λόγιο τ. καταστρατήγησις, μαρτυρείται από το 1877 στην εφημερίδα Στοά] …   Dictionary of Greek

  • μαγείρεμα — και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) [μαγειρεύω] το μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. 1. η ενέργεια τού μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού 2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία νεοελλ. μσν. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • ρίξιμο — το, Ν 1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας») 2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο τού τοίχου») 3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση 4. φρ. «το ρίξιμο τού παιδιού» αποβολή ή έκτρωση εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού …   Dictionary of Greek

  • καταστρατήγηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταστρατηγώ, καταδολίευση, παραβίαση νόμου με δόλο: Η πράξη σου αυτή αποτελεί καταστρατήγηση του νόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”